- πειστικός
- -ή, -ό / πειστικός, -ή, -όν, ΝΜΑαυτός που έχει την ικανότητα να πείθει (α. «πειστικά επιχειρήματα» β. «ὁ ἀσαφὴς λόγος οὐκ ἔστι πειστικός», Σέξτ. Εμπ.)αρχ.1. το θηλ. ἡ πειστική- (ενν. τέχνη) η τέχνη τής πειθούς, η τέχνη τού να πείθει κανείς τους άλλους2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πειστικόν- η τέχνη τής πειθούς, τού να πείθει κανείς.επίρρ...πειστικώς / πειστικώς ΝΜΑ, πειστικά Νμε πειστικό τρόπο, με πειθώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. σχηματισμένο από τα συνθ. σε -πειστος (πρβλ. δύσ-πειστος, εύ-πειστος) < πείθω].
Dictionary of Greek. 2013.